- ὑπολόξῳ
- ὑπόλοξοςsomewhat obliquemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπολοξώ — όω, ΜΑ [ὑπόλοξος] μσν. απαντώ με πλάγιο, έμμεσο τρόπο αρχ. στρέφω κάτι λίγο λοξά, πλάγια … Dictionary of Greek
υπολόξωσις — ώσεως, ἡ, Μ [ὑπολοξῶ] 1. έμμεση απάντηση 2. πλάγια, λοξή ματιά … Dictionary of Greek